- ἀγροικίαι
- ἀγροικίαrusticityfem nom/voc plἀγροικίᾱͅ , ἀγροικίαrusticityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγροικίᾳ — ἀγροικίαι , ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίαμα — το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα [κονιώ] νεοελλ. 1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη 2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς… … Dictionary of Greek